Μέσα από τις εικόνες που δημιουργώ, επιδιώκω να εξερευνήσω την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και να αναδείξω τη μοναξιά που μπορεί να ενέχει αυτό που θεωρούμε ότι είναι οικείο και μας ανήκει.
Με αφορμή τις ανθρωποκεντρικές αφηγήσεις, κυρίως βιωματικού χαρακτήρα, ερευνώ τη σχέση μορφής και περιεχόμενου (σημαίνον και σημαινόμενου), μελετώ τη φόρμα, τη γραμμή, τις υφές, και πώς σχετίζονται με έννοιες όπως η παιδική αθωότητα, το τραύμα, ο θεσμός της οικογένειας.
Ο κόσμος των εικόνων μου είναι ένας κόσμος εσωτερικός, οικείος και ταυτόχρονα αναπάντεχα άβολος.
Το “γκροτέσκο”, η “καρικατούρα” και το “ανοίκειο” λειτουργούν, ως εικονογραφικές συμβάσεις, τις οποίες αποπειρώμαι να εντάξω, όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα, στην εικαστική μου έρευνα, χωρίς όμως να λειτουργούν ανασταλτικά στην αναζήτηση της φόρμας.
Με ενδιαφέρει ο πειραματισμός διαμέσου της σπουδής του σχεδίου και της μελέτης μοτίβου, καθώς και του χρώματος το οποίο κατέχει πρωτεύοντα ρόλο στο εικαστικό αποτέλεσμα, καθώς το διαχειρίζομαι με προφανείς σημειωτικές επισημάνσεις, όπως για παράδειγμα η αντίθεση του ροζ με το πράσινο αντιπροσωπεύει παιδική αθωότητα και τον ενήλικο κόσμο.
Στη ζωγραφική χρησιμοποιώ ετερόκλητα υλικά, για παράδειγμα, φυσικό δέρμα κατσικιού, καθημερινά οικιακά αντικείμενα όπως βιομηχανικές κουβέρτες και χαλιά. Επεμβαίνω με μικτές τεχνικές (λαδοπαστέλ κ.ά.) για να προσδώσω αφηγηματικές εντάσεις διαμέσου των χρωματικών αντιθέσεων και των υλικοτήτων που προκύπτουν. Τα αντικείμενα αυτά μέσω της επεξεργασίας τους αποκτούν νέες νοηματοδοτήσεις, επιδιώκοντας να προκαλέσουν στον θεατή ένα αίσθημα έντονης απουσίας και αμηχανίας. Απευθύνομαι στον θεατή με σκοπό να αναπολήσει συναισθήματα που είναι ίσως δυσάρεστα, αλλά αναπόφευκτα απαραίτητα για την ευαισθητοποίηση. Για παράδειγμα η βίαιη γνωριμία του παιδιού με τον ενήλικο κόσμο.
Το στοιχείο του κιτς στα έργα μου είναι μία εκφραστική μετατόπιση από το αψεγάδιαστο και το απόλυτο, στο αβέβαιο και το αμήχανο. Προσπαθώ να διαχειριστώ τις αντιφάσεις που προκύπτουν και χρησιμοποιώ αυτόν τον τρόπο έκφρασης ως μέσο για να προκαλέσω συγκρουσιακές συναισθηματικές αντιδράσεις στον θεατή.
«Ρίζες» και Χρώματα/ Γιώργος Συμεωνίδης
Η γκαλερί σύγχρονης τέχνης BRAGGART παρουσιάζει την ατομική έκθεση του εικαστικού Γιώργου Συμεωνίδη με τίτλο «Ρίζες» και Χρώματα σε επιμέλεια Γιάννη Μήτρου, η οποία θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 29 Μαΐου στις 20:30 στο art box της γκαλερί στη διεύθυνση Παπακυριαζή 55 & Σκαρλάτου Σούτσου, στο κέντρο της Λάρισας. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 15 Ιουνίου 2024
Οι ρίζες αποτελούν την εσωτερική οριοθέτηση της καταγωγικής μας σχέσης με αυτό που αποκαλούμε ύπαρξη. Είναι με έναν τρόπο η προσπάθεια να εξορκίσουμε τον φόβο της ανυπαρξίας μας η οποία φωλιάζει στον φόβο του θανάτου, στην συνείδηση του πεπερασμένου βίου μας. Αποτελούν μαζί με την θέση μας στην εμφυλότητα, τα δυο δομικά στοιχεία της ψυχικής μας ρευστότητας η οποία ανακλάται στην υλικότητα του βιωμένου κόσμου.Ότι είναι μέσα είναι έξω και αντίστροφα μας διδάσκει το ασυνείδητο. Πράγμα που ο Lacan το κατέδειξε μέσα από την τοπολογία της «ταινίας του Μöbius». Το έξω υπάρχει ως συνθήκη της αντίληψης μας, ως ορατότητα του στιγμιαίου παρόντος. Το χρώμα αποτελεί λοιπόν, την ορατή πραγμάτωση της οπτικής αντίληψης σε σχέση με το όριο και το άπειρο. Κάθε επιφάνεια, κάθε γεωμετρικό σχήμα, κάθε σχεδίασμα αποκτά μια άλλη σημασία μέσα από την χρωματική έννοια. Τα χρώματα είναι έννοιες ή θα λέγαμε ότι αποτελούν οντολογικές ανακλάσεις του υποκειμένου της αισθητικής αντίληψης.Που δεν-παύει-να-είναι και ένα υποκείμενο του ασυνειδήτου και που τα χρώματα καθιστούν ορατό το τραύμα του.Ο Γιώργος Συμεωνίδης είναι μια εξαιρετική περίπτωση νέου εικαστικού που δεν φοβάται την καταβύθιση. Κατακτώντας την φόρμα και ερευνώντας το χρώμα αφήνεται σταδιακά στην ασυνείδητη όψη της μορφής και της χρωματικής εμπειρίας. Μιας εμπειρίας που συνομιλεί με το ανείπωτο και το ατομικό βίωμα που εκτείνεται στο συλλογικό Είναι μέσα από την πρόθεση του καλλιτέχνη να «γυμνωθεί» στο βλέμμα του καθενός και να κοινωνήσει το δικό του ρίζωμα. Οπότε η γεωμετρία της φόρμας που προτείνει προέρχεται από το πυρήνα της ύλης του θυμικού. Αναζητώντας με εμμένεια την εσωτερικότητα του Καντίνσκυ, η οποία βασίζεται στις πρώτες αρχές της δημιουργίας όπου τα πάντα δονούνται και απεικονίζονται ως χρωματικές υπαρκτότητες, αποκαλύπτει το δικό του «κενό», τον τόπο της δικής του αλήθειας. Με την χειρονομία της χρωματικότητας του, υποκειμενοποιεί την εικαστική του γραφή μέσα από την παραδοξότητα του διαλόγου μεταξύ μιας δομημένης εικαστικής γλώσσας που εγγράφεται στους νόμους της και μιας παθιασμένης σωματικότητας που εμφανίζεται εντός των χρωμάτων και των μορφών της ζωγραφικής του.
Γ.Μήτρου